- ὠμόγραυς
- ὠμό-γραυς, ἡ, fem. of foreg., Men.979.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωμόγραυς — γραος, ἡ, Α θηλ. τ. τού ὠμογέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + γραῦς] … Dictionary of Greek